- ρομαντικότητα
- [-ης (-ητος)] η романтичность
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
ρομαντικότητα — η, Ν [ρομαντικός] η ιδιότητα τού ρομαντικού … Dictionary of Greek
ρομαντικότητα — η η ιδιότητα του ρομαντικού: Να αφήσεις τις ρομαντικότητες και να γίνεις ρεαλιστής … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ρωμαντικότητα — η, Ν βλ. ρομαντικότητα … Dictionary of Greek